- δοκιμαστικός σωλήνας
- Σωλήνας, συνήθως γυάλινος, που είναι κλειστός από το ένα άκρο και χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για πειράματα με μικρές ποσότητες ουσιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοκιμαστικός — ή, ό (AM δοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ελαιόμετρο — το 1. αραιόμετρο για τον προσδιορισμό τής πυκνότητας τών ελαίων 2. δοκιμαστικός σωλήνας για έλεγχο τής καθαρότητας τού ελαιόλαδου … Dictionary of Greek
ουροσωλήνας — ο δοκιμαστικός σωλήνας ο οποίος χρησιμοποιείται για την εξέταση τών ούρων … Dictionary of Greek
ελαιόμετρο — το 1. αραιόμετρο για τη μέτρηση της πυκνότητας των λαδιών. 2. δοκιμαστικός σωλήνας για τον έλεγχο της καθαρότητας του ελαιόλαδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)